Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τῆς ἐπιχειρήσεως

См. также в других словарях:

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • εποπτεία — η (AM ἐποπτεία) [εποπτεύω] νεοελλ. επίβλεψη, επιτήρηση («ἐχει την εποπτεία όλης τής επιχειρήσεως») μσν. νεοελλ. 1. η κατ’ αίσθηση αντίληψη ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («εποπτεία ζωγραφικού πίνακα») 2. σαφής …   Dictionary of Greek

  • θεμελιωτής — ο (Α θεμελιωτής) [θεμελιώνω] μτφ. αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο ιδρυτής («θεμελιωτής τής επιχειρήσεως») νεοελλ. αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • ДИОНИСИЯ ПРЕПОДОБНОГО МОНАСТЫРЬ — Мон рь прп. Дионисия на Афоне Мон рь прп. Дионисия на Афоне [Дионисиат; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Διονυσίου], в честь Рождества св. Иоанна Предтечи и Крестителя Господня, общежительный, мужской. Расположен на крутой прибрежной скале юго зап.… …   Православная энциклопедия

  • διευθυντής — ο (θηλ. διευθύντρια, η) [διευθύνω] 1. προϊστάμενος υπηρεσίας, επιχειρήσεως ή ιδρύματος 2. ανώτατος βαθμός τής ιεραρχίας τών δημόσιων υπαλλήλων …   Dictionary of Greek

  • δολιοφθορά — η καταστροφή εκ προθέσεως, πράξη ή παράλειψη που αποβλέπει στην καταστροφή ή χειροτέρευση υλικού, την ανάσχεση ή μείωση παραγωγής, την παρεμπόδιση τής λειτουργίας υπηρεσίας ή επιχειρήσεως, σαμποτάζ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»